Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
του Σταύρου Μαυρουδέα
εφημερίδα ΠΡΙΝ, 9/11/1997
Ο Μαρξ – σε αντίθεση με τους Ουτοπικούς σοσιαλιστές – απέφυγε να δώσει αναλυτικά σχέδια της κοινωνίας των ελευθέρα συνεταιρισμένων παραγωγών, θεωρώντας ορθά ότι αυτό είναι υπόθεση των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών που θα την δημιουργήσουν. Όμως έδωσε έναν αρκετά καθαρό ορισμό της όπως επίσης περιέγραψε τις βασικές φάσεις της διαδικασίας οικοδόμησης της. Αναγνωρίζει τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής σαν την αταξική κοινωνία όπου η κοινωνική παραγωγή (και συνεπώς και η κυκλοφορία και η διανομή) οργανώνονται συνειδητά και συλλογικά – δηλαδή βάσει σχεδίου – από τους παραγώγους. Ο σχεδιασμός αυτός γίνεται με βάση τις αξίες χρήσης και όχι τις αξίες ανταλλαγής (που δεν υφίστανται καθώς εξαλείφονται οι εμπορευματικές σχέσεις καθώς και το [καπιταλιστικό] χρήμα).
Η διαδικασία οικοδόμησης του κομμουνισμού περνά, κατά τον Μαρξ -επίσης κατά τον Λένιν- από τρεις φάσεις. Μία πρώτη μεταβατική περίοδο, με στοιχεία τόσο από σοσιαλιστικές όσο και καπιταλιστικές σχέσεις και έντονη ταξική πάλη. Στον βαθμό που αυτή λήξει με την νίκη της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης, ανοίγει η περίοδος του κομμουνισμού. Η πρώτη πρώιμη φάση της –o σοσιαλισμός- ξεπερνά τις βασικές καπιταλιστικές σχέσεις (ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αποξένωση των εργατών από τα μέσα και τον έλεγχο της παραγωγής, εμπορευματικές σχέσεις κλπ.) καθώς επίσης αρχίζει να αναιρεί την ανάγκη ξεχωριστής πολιτικής μορφής (κράτους). Όμως η διανομή εξακολουθεί να γίνεται με βάση αστικούς κανόνες, δηλαδή στον καθένα ανάλογα με την εργασιακή συνεισφορά του. Τέλος, ο ώριμος κομμουνισμός αναιρεί και το τελευταίο αστικό κατάλοιπο και πλέον η διανομή γίνεται με βάση τις ανάγκες καθενός. Είναι προφανές στην αντίληψη αυτή ότι η ταξική πάλη είναι παρούσα τόσο στην μεταβατική περίοδο όσο και στον σοσιαλισμό.
Η αντίληψη του Λένιν και των Μπολσεβίκων – με ενδιαφέρουσες επιμέρους διαφοροποιήσεις -κινήθηκε σε ανάλογες γενικές γραμμές. Όμως καθορίσθηκε επιπλέον από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες του εγχειρήματος τους. θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς αυτές τις ιδιαίτερες πλευρές σε δύο συν ένα παραμέτρους. Η πρώτη παράμετρος είναι η κληροδοτημένη από την Β’ Διεθνή πεποίθηση ότι το νέο στάδιο του καπιταλισμού (ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και ιδιαίτερα στην πιο ακραία του μορφή, τον κρατικό καπιταλισμό) έχει σχεδόν παράγει την οικονομική βάση του σοσιαλισμού και το βασικό πράγμα που απουσιάζει είναι η – αναπόφευκτα βίαιη και με ρήξεις (αντίθετα) με την σοσιαλδημοκρατία- κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Η δεύτερη παράμετρος ήταν ότι πίστευαν ότι θα ήταν σχετικά εύκολη και γρήγορη η εξάλειψη των βασικών καπιταλιστικών σχέσεων. Η τελευταία πρόσθετη παράμετρος ήταν ότι η σχετικά αντιφατική ισορροπία μεταξύ των δύο προηγούμενων παραμέτρων καθοριζόταν από τα ειδικά προβλήματα της ρωσικής οικονομίας (το πρόβλημα της ανάπτυξης). Τέλος, η αντίληψη τους χαρακτηριζόταν από μία καθοριστική έλλειψη οποιασδήποτε άποψης για το τι θα γίνει μέσα στην (καθοριστική για τον Μαρξισμό) σφαίρα της παραγωγής και ιδιαίτερα στην άμεση διαδικασία παραγωγής. Η έλλειψη αυτή, απότοκος τόσο της απουσίας οποιασδήποτε προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας όσο και των σοσιαλδημοκρατικών απόψεων περί γραμμικής κοινωνικής προόδου και ταξικής ουδετερότητας της τεχνολογίας, αποτέλεσε την κύρια – αλλά όχι την μοναδική – αιτία της μετέπειτα παλινόρθωσης του καπιταλισμού.
Η πρώτη σύντομη περίοδος (1917-8) μεταξύ της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου χαρακτηρίσθηκε από την πρωτοκαθεδρία της πρώτης παραμέτρου. Προσπαθήθηκε να υπάρξει μία συμμαχία μεταξύ ενός κρατικοκαπιταλιστικού και ενός σοσιαλιστικού τομέα σε βάρος των πατριαρχικών, απλών εμπορευματικών και ιδιωτικο-καπιταλιστικών τομέων, υπό τον αυστηρό έλεγχο της εργατικής εξουσίας. Η προσπάθεια αυτή ήταν αποτυχημένη και βραχύβια γιατί η αστική τάξη, στο σύνολο της, προσέφυγε στον ταξικό πόλεμο.
Η περίοδος του πολέμου συνοδεύθηκε από την πολιτική του «Πολεμικού Κομμουνισμού» – θεωρητικοποιημένη κυρίως από τον Μπουχάριν – με την άμεση κατάργηση κάθε καπιταλιστικής σχέσης και την μη-εμπορευματική (και βίαιη) απαλλοτρίωση κάθε πλεονάσματος που βρισκόταν σε ιδιωτικά χέρια. Το τελευταίο ήταν λιγότερο σημαντικό στις πόλεις και στον δευτερογενή (βιομηχανικό) τομέα καθώς οι καπιταλιστές είχαν εγκαταλείψει τα εργοστάσια τους, τα οποία όμως πλέον δεν οργανώνονται και δεν ελέγχονται από τα σοβιέτ αλλά λειτουργούν με την υιοθέτηση καπιταλιστικών μεθόδων (Ταιηλορισμός, μονοπρόσωπη κομμουνιστική διεύθυνση). Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στην ύπαιθρο καθώς εκεί η παραγωγή παρέμενε οργανωμένη σε ιδιωτικές βάσεις (μικροί αγρότες αλλά και αγρότες-κεφαλαιοκράτες). Επιπλέον, δεδομένου του πολέμου και της πείνας, η παραγωγή του αγροτικού τομέα ήταν κρίσιμη για την επιβίωση του πληθυσμού. Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η κοινωνική βάση της επανάστασης- η εργατο-αγροτική συμμαχία -διακυβευόταν στο επίπεδο αυτό. Επίσης, το μοντέλο ανάπτυξης που επικρατούσε στις μπολσεβίκικες αντιλήψεις, ήταν η γρήγορη εκβιομηχάνιση με την συνακόλουθη ανάπτυξη ενός μαζικού -και ώριμου και συνειδητού-προλεταριάτου. Αυτό υπαγόρευε την μεταφορά πόρων από τον αγροτικό στον δευτερογενή τομέα. Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί η δεύτερη παράμετρος των μπολσεβίκικων αντιλήψεων. Ο «Πολεμικός Κομμουνισμός» κατόρθωσε να κερδίσει τον ταξικό πόλεμο αλλά κινδύνευσε να χάσει την οικονομία και την εργατο-αγροτική συμμαχία·
Ακολούθησε η στροφή της ΝΕΠ (νέα οικονομική πολιτική) –προσωρινή ουσιαστικά για τις μπολσεβίκικες αντιλήψεις- όπου επιστρέφει η πρωτοκαθεδρία της πρώτης παραμέτρου. Στις μεν πόλεις και στον δευτερογενή τομέα επιτράπηκαν ιδιωτικο-καπιταλιστικές αλλά κυρίως κρατικο-καπι-ταλιστικές δραστηριότητες (οι λεγόμενες «εκχωρήσεις»). Στην ύπαιθρο επιτράπηκαν επίσης τόσο η απλή όσο και η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή. Και φυσικά επιτράπηκε η ανάπτυξη της εμπορευματικής και εγχρήματης ανταλλαγής (αγορά). Σαν αντίρροπη δύναμη στον μεν δευτερογενή τομέα δοκιμάστηκαν οι πρώτες μορφές σχεδίου (με το σχέδιο για τον εξηλεκτρισμό), στον δε αγροτικό τομέα επιδιώχθηκε να προστατευθεί και να αναπτυχθεί η φτωχή και εργαζόμενη αγροτιά. Το μεν πρώτο πέτυχε, όμως στον αγροτικό τομέα υπήρξε μία αδυναμία ελέγχου των κουλάκων. Επιπλέον, δεν επιτεύχθηκε η -μέσω της αγοράς και των τιμών- μεταφορά πόρων από τον αγροτικό στον δευτερογενή τομέα. Όλα αυτά συγκεφαλαιώθηκαν με την ραγδαία επανεμφάνιση καπιταλιστικών σχέσεων.
Ακολούθησε μία περίοδος έντονου -και εξαιρετικά ενδιαφέροντος- προβληματισμού και αντιπαράθεσης μέσα στις μπολσεβίκικες γραμμές. Ο μεν Τρότσκι πρότεινε την διαβόητη στρατιωτικοποίηση των εργοστασίων, η οποία αποκλείσθηκε. Ο δε Μπουχάριν υποστήριξε την συνέχεια και διεύρυνση της ΝΕΠ. Έχει ενδιαφέρον η άποψη του Μπουχάριν γιατί ενώ ήταν εκείνος που ανέλυσε διεξοδικότερα το ζήτημα του κρατικού καπιταλισμού και αναγνώριζε τον κίνδυνο των κρατικών οικονομικών μορφών, στην αρχή κατέφυγε στην άμεση κατάργηση των καπιταλιστικών και των εμπορευματικών σχέσεων, Στην συνέχεια υποστήριξε τις εμπορευματικές σχέσεις σαν αντίβαρο αλλά και αρνήθηκε, γενικά, την περίπτωση επανεμφάνισης καπιταλιστικών σχέσεων είτε στον ιδιωτικό αγροτικό είτε στον κρατικό τομέα. Η τελική μορφή της αντιπαράθεσης πολώθηκε μεταξύ του Πρεομπραζένσκι (με την άποψη της «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης») και του Μπουχάριν. Όμως, η τελική κατάληξη δόθηκε από τον Στάλιν, που χωρίς να έχει δικές του θέσεις εξάλειψε στην αρχή την πρώτη πλευρά- βασιζόμενος στις θέσεις της δεύτερης- για να συνεχίσει με την εξάλειψη της δεύτερης υιοθετώντας μέρος των απόψεων της πρώτης. Οι καιροσκοπικές αυτές αλλαγές βασίσθηκαν στην συστηματική κακοποίηση της μαρξιστικής θεωρίας – ένα γεγονός με μακροπρόθεσμες συνέπειες στο μέλλον.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 με το πρώτο 5ετές, το σύστημα της ΕΣΣΔ απόκτησε την ολοκληρωμένη μορφή του. Βασίσθηκε στην βίαιη κολεκτιβοποίηση του αγροτικού τομέα (δηλαδή την υποτιθέμενη εισαγωγή σοσιαλιστικών σχέσεων στον αγροτικό τομέα), την ραγδαία ανάπτυξη της κρατικής βιομηχανίας (δηλαδή την εξάλειψη των ιδιωτικών καπιταλιστικών μορφών και την υποτιθέμενη γενίκευση του σοσιαλιστικού δευτερογενούς τομέα) και στον συντονισμό βάσει ενός υποχρεωτικού καθολικού κρατικού οικονομικού σχεδίου.
Η κατάληξη αυτή βέβαια βασιζόταν πάντα στην απουσία εργατικού ελέγχου και διεύθυνσης στην διαδικασία άμεσης παραγωγής. Όμως το πρόβλημα αυτό υποτίθεται ότι λυνόταν με την απλή αλλαγή της νομικής κυριότητας, καθώς όλα τα μέσα παραγωγής ήταν πλέον ιδιοκτησία του κράτους. Επιπλέον, το σχέδιο θεωρήθηκε -παρά τις σταλινικές παλινωδίες και αστειότητες όσον αφορά τον νόμο της αξίας στον σοσιαλισμό- ότι εξάλειφε τις εμπορευματικές σχέσεις. Στην ουσία όμως η απουσία ουσιαστικού εργατικού ελέγχου στην παραγωγή έτεινε να υπονομεύει συνεχώς την αλλαγή τυπικής κυριότητας. Επιπλέον, όπως αργότερα έδειξε η κριτική του Μάο και της Πολιτιστικής Επανάστασης (αν και ανεπαρκώς όπως αποδείχτηκε και στην δική της περίπτωση) , οι αστικές σχέσεις έτειναν να επαναπαραχθούν μέσα από τις κρατικές και κομματικές βαθμίδες. Τέλος, το σχέδιο αντί να αποτελεί την συμπύκνωση της συνειδητής συλλογικής βούλησης της εργασίας ήταν ένας διακανονισμός επιβεβλημένος από τα πάνω- στο όνομα της εργασίας- από ένα διακριτό κοινωνικό στρώμα, το οποίο σταδιακά διαχωριζόταν ολοένα και περισσότερο και πιο συστηματικά από την πρώτη. Στο εσωτερικό αυτού του στρώματος άρχισαν να υπάρχουν πολιτικο-οικονομικού τύπου διαφοροποιήσεις (επιχειρήσεις, κλάδοι, υπουργεία) και αντικρουόμενα συμφέροντα τα οποία μετέτρεπαν τα σχέδια σε έναν- πολιτικό κυρίως- συγκερασμό αυτών των ανταγωνισμών.
Επίσης, το ίδιο το σχέδιο άλλαξε από την αρχική βάση του (κυρίως σε φυσικά μεγέθη και αξίες χρήσης) σε χρηματικά μεγέθη και με βάση την ολοένα και μεγαλύτερη προσομοίωση μίας οικονομίας της αγοράς.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε η πρώτη ουσιαστικά – με εξαίρεση το βραχύβιο κίνημα της Παρισινής Κομμούνας, που περιορίσθηκε στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας – απόπειρα μετάβασης σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από οποιαδήποτε ταξική εκμετάλλευση. Η απόπειρα αυτή, παρόλη την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας και τις δικές της αντιφάσεις, προσπάθησε να οικοδομήσει όχι μόνο την πολιτική εξουσία αλλά και τις κοινωνικο-οικονομικές βάσεις του κομμουνισμού. Ακόμη και στον περισσότερο παραγνωρισμένο τομέα της διαδικασίας παραγωγής, ιδιαίτερα στην πρώτη της φάση, υπήρξαν εμπειρίες εργατικού ελέγχου και εξουσίας. Ταυτόχρονα, όμως, σημαδεύθηκε από τα ιστορικά της όρια. Όχι με την φτωχή έννοια της ελλιπούς ανάπτυξης κάποιων ταξικά ουδέτερων παραγωγικών δυνάμεων, αλλά με αυτήν της συγκριτικά περιορισμένης (αλλά όχι απαγορευτικής) οικονομικής βάσης, της απουσίας ιστορικής εμπειρίας και της αδυναμίας παραγωγής επαναστατικής γνώσης σε καθοριστικά πεδία. Αυτές οι αδυναμίες οδήγησαν στην ανακοπή του αρχικού επαναστατικού κύματος και στην επακόλουθη σταδιακή και αντιφατική διολίσθηση πίσω στον καπιταλισμό. Η διαρκής διαπάλη ανάμεσα στην προλεταριακή επαναστατική κατεύθυνση και τις τάσεις συμβιβασμού και υπαναχώρησης στον καπιταλισμό σημαδεύθηκε από την ήττα της πρώτης και την σταδιακή παραγωγή μίας αστικής τάξης κάτω από τον υποτιθέμενα σοσιαλιστικό κρατικό μανδύα. Ίσως ο Λένιν ήταν υπερβολικά αισιόδοξος όσον αφορά την ευκολία μετατροπής του κρατικού καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Τουλάχιστον όμως είχε πλήρη επίγνωση του προβλήματος καθώς και της αντιφατικής φύσης τόσο της μετάβασης όσο και της σοσιαλιστικής φάσης.